- σκληροτραχήλων
- σκληροτράχηλοςstiff-neckedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
Αχαρνείς — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που θεωρείται το πιο παλιό από τα έργα του μεγάλου κωμικού ποιητή που σώζονται. Ανεβάστηκε στα Λήναια το 425 π.Χ. και πήρε το α’ βραβείο. Το έργο διαδραματίζεται μέσα στις άθλιες συνθήκες ξεριζωμού, πείνας και επιδημιών… … Dictionary of Greek
Βόιτ, Γιον — (Jon Voight, Νέα Υόρκη 1938 –). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Ψηλός, ξανθός και πολύ αρρενωπός για τα μέτρα του Χόλιγουντ, έπαιξε ρόλους σκληροτράχηλων και συνήθως απροσάρμοστων, ως προς το ευρύ κοινωνικό σύνολο. Ξεκίνησε… … Dictionary of Greek
Γουίλις, Μπρους — (Bruce Willis,Γερμανία 1955 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης Γουόλτερ Γουίλισον (Walter Willison). Μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου… … Dictionary of Greek
Μάρβιν, Λι — (Lee Marvin, Νέα Υόρκη 1924 – 1987). Αμεριανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ασχολήθηκε με το θέατρο στην Νέα Υόρκη και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1951. Εξελίχθηκε σε σημαντικό πρωταγωνιστή του Χόλιγουντ στις δεκαετίες του 1960 και… … Dictionary of Greek
Μπρίνερ, Γιουλ — (Yul Brynner, Σιβηρία 1915 – Νέα Υόρκη 1985). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού και σκηνοθέτη Τάιτζε Χαν (Taidje Khan). Στράφηκε στην ηθοποιία αμέσως μετά αφότου αναγκάστηκε να διακόψει την καριέρα του ως ακροβάτης τσίρκου εξαιτίας ατυχήματος.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek